Burn baby burn

Θυμήθηκα μια συζήτηση που είχα με ένα φίλο μου, προτού πολλά χρόνια. Ηταν ένας ήρεμος άνθρωπος που δεν πείραζε κανέναν και δεν τον πείραζε κανένας. Στο χωριό που έμενε όλοι λίγο πολύ ήξερε ο ένας τον άλλο. Αυτός είχε ένα σκύλο, και μια μεγάλη αυλή. Ιδιαίτερα στον σκύλο είχε αδυναμία .Το επίμονο γαύγισμα του όμως τον έκανε να ξυπνήσει μεσημεριάτικα, και να κοντοσταθεί στο παράθυρο να δει ποιος ήταν. Δεν ήταν κάποιος από το χωριό, αλλά μπήκε στην αυλή του, χωρίς δεύτερη κουβέντα βγήκε έξω από το σπίτι να τον δει καλυτέρα. Πρόλαβε όμως και πέταξε την φόλα. Το σκυλί δεν είχε ελπίδα. Έλα όμως που ο φίλος μου έχει φωτογραφική μνήμη και τον είδε πεντακάθαρα. Δεν ήταν από το χωριό, αλλά δεν τον ξέχασε. Μετά από αρκετό καιρό τον είδε μπροστά του τυχαία, και αποφάσισε να τον ακολουθησει διακριτικά. «Όσο περπατούσα τόσο σίγουρος ήμουν ότι είναι αυτός» μου έλεγε, και δεν μπορώ να καταλάβω τον λόγο που το έκανε αυτό. Σκέφτηκε να τον πιάσει με τον καλό να του μιλήσει, αλλά γρήγορα αυτή η σκέψη δρομολογήθηκε στον κάδο ανακύκλωσης. Δεν πίστευε ότι θα βγάλει άκρη. Μετά σκέφτηκε να το αφήσει και να φύγει, αλλά θα ήταν σαν να τα παρατούσε. Δεν έκατσε πολύ στην πόλη. Ξαναπήρε τον δρόμο του γυρισμού. Όσο για τον σκατοκέφαλο που σκότωσε το σκύλο του, θα κάνει πολύ καιρό να ξαναδεί το αμάξι του… ή μάλλον θα το δει … σε άλλο χρώμα και με έντονη μυρωδιά καμένου.